- χρωματόμετρο
- χρωματόμετρο, το και χρωμόμετρο, τοόργανο με το οποίο καθορίζεται ο βαθμός της περιεκτικότητας υγρών διαλυμάτων σε χρωστική ουσία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.